-
1 почётный
I почётный \почётный το επίτιμο προεδρείο· Президиум Верховного Совета СССР το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ. II почётный επίτιμος, τιμητικός* \почётный член το επίτιμο μέλος* * *επίτιμος, τιμητικόςпочётный член — το επίτιμο μέλος
-
2 почётный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αξιότιμος, αξιοσέβαστος, σεπτός, ερίτιμος.2. τιμητικός•-ая грамота γράμμα τιμής•
почётный караул τιμητική φρουρά•
-ое место τιμητική θέση•
-ое звание τιμητικός τίτλος.
|| επίτιμος•почётный член επίτιμο μέλος•
почётный президиум•επίτιμο προεδρείο.
3. έντιμος•почётный мир έντιμη ειρήνη.
εκφρ.почётный легион – λεγεώνα της τιμής. -
3 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
4 член
член м в рази. знач. το μέλος; \член партии το μέλος του κόμματος; \член профсоюза το μέλος του επαγγελματικού σωματείου; \член-корреспондент το αντεπιστέλλον μέλος; почётный \член το επίτιμο μέλος* * *м в разн. знач.το μέλοςчлен па́ртии — το μέλος του κόμματος
член профсою́за — το μέλος του επαγγελματικού σωματείου
член-корреспонде́нт — το αντεπιστέλλον μέλος
почётный член — το επίτιμο μέλος
-
5 президиум